Τριτοπατρῆς

Τριτοπατρῆς
Τριτο-πατρῆς, έων, οἱ, at Athens,
A divinities worshipped by

γένη, ὅρος ἱεροῦ Τριτοπατρέων Ζακυαδῶν IG22.2615

, cf. 1358.32, 12.842D7, 870: mythical ancestors of the human race acc. to Philoch.2 (but Τριτοπάτρεις seems to be a mistake for Τριτοπάτορας).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριτοπατρής — και τριτόπατρεις, έων, οἱ, Α θεότητες τις οποίες λάτρευαν τα γένη τής αρχαίας Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + πατήρ, πατρός + κατάλ. ῆς, αρχ. αττ. τ. τού πληθ. εῖς τής κατάλ. εύς* (πρβλ. βασιλεύς: βασιλεῖς / βασιλῆς). Αντίθετα, η γρφ.… …   Dictionary of Greek

  • τριτογένεια — Επίθετο που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη θεά Αθηνά, γιατί τη θεωρούσαν κόρη της Τριτωνίδας λίμνης. Κατά την παράδοση, η Αθηνά ήταν προστάτιδα των νερών, και γι’ αυτό τον λόγο βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”